κύρια
Νέα ελληνικά (el)
Επίρρημα
κύρια
- άλλος τύπος του επιρρήματος κυρίως
- Πρώτα και κύρια, θέλουμε να δούμε τι έχουμε να χάσουμε
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κύρια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κύριος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κύριος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.