προλαβαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προλαβαίνω < αρχαία ελληνική προλαμβάνω < πρό + λαμβάνω

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.laˈve.no/

Ρήμα

προλαβαίνω (παθητική φωνή: προλαβαίνομαι)

  1. φτάνω έγκαιρα
     συνώνυμα: προφταίνω
  2. ενεργώ έγκαιρα (ώστε ενδεχομένως να αποτρέψω ή να ματαιώσω κάτι)
     συνώνυμα: αποτρέπω, αποσοβώ, προλαμβάνω
  3. προφταίνω κάτι ή κάποιον που είναι πιο μπροστά από μένα

Συγγενικά

Παροιμίες

  • όποιος πρόλαβε, τον Kύριο είδε

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.