ανασκευή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανασκευή οι ανασκευές
      γενική της ανασκευής των ανασκευών
    αιτιατική την ανασκευή τις ανασκευές
     κλητική ανασκευή ανασκευές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανασκευή < (ελληνιστική κοινή) ἀνασκευή

Ουσιαστικό

ανασκευή θηλυκό (πιο δόκιμος ο ενικός)

  • το αποτέλεσμα του ρήματος ανασκευάζω, η αλλαγή μιας επίσημης δήλωσης (π.χ. μαρτυρικής κατάθεσης) από τον ίδιο το μάρτυρα ή η απόδειξη από άλλους ότι η συγκεκριμένη δήλωση ή επιχείρημα δεν ευσταθούσε
  • Και τώρα, κυρία πρόεδρος, θα προχωρήσω στην ανασκευή των επιχειρημάτων της πολιτικής αγωγής και θα αποδείξω ότι αδίκως κατηγορούμεθα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.