ρητορική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρητορική οι ρητορικές
      γενική της ρητορικής των ρητορικών
    αιτιατική τη ρητορική τις ρητορικές
     κλητική ρητορική ρητορικές
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾi.to.ɾiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρητορική
ομόηχο: ρητορικοί

Ετυμολογία 1

ρητορική < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥητορική, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ῥητορικός < ῥήτωρ

Ουσιαστικό

ρητορική θηλυκό

  1. η τεχνική της χρήσης του λόγου, προφορικού ή γραπτού, ώστε να είναι πειστικός, αποτελεσματικός
  2. (συνεκδοχικά) τα μέσα που χρησιμοποιούνται σε συγκεκριμένο ύφος λόγου
    η ρητορική των σύγχρονων μέσων ενημέρωσης, του φεμινισμού, του οικολογικού κινήματος, του εθνικισμού
  3. (φιλολογία) η μελέτη της τέχνης του λόγου
    Τους προηγούμενους αιώνες το μάθημα της ρητορικής διδασκόταν σε πολλά πανεπιστήμια όλου του κόσμου.
  4. τίτλος βιβλίου, με κεφαλαίο αρχικό: Ρητορική
    η «Ρητορική» του Αριστοτέλη

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ρήτορας

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

ρητορική: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ρητορική

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.