προφυλάσσω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προφυλάσσω < αρχαία ελληνική προφυλάσσω

Ρήμα

προφυλάσσω

  1. (λόγιο) φυλάσσω ή προστατεύω κάποιον από κινδύνους, κακοτοπιές, δυσάρεστα ή ανεπιθύμητα κ.λπ.
  2. προστατεύω κάτι καλύπτοντάς το

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.