τέντα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τέντα οι τέντες
      γενική της τέντας των τεντών
    αιτιατική την τέντα τις τέντες
     κλητική τέντα τέντες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
1. άσπρη τέντα

Ετυμολογία

τέντα < ιταλική tenda < λατινική tenda (σκηνή)

Ουσιαστικό

τέντα θηλυκό

  1. κομμάτι, συνήθως από ειδικό ύφασμα ή πλαστικό, μαζί με έναν ειδικό μηχανισμό, για να ανοίγει και να κλείνει, που τοποθετείται μπροστά από ανοίγματα ή πάνω από χώρους ξεκούρασης και χρησιμοποιείται για προστασία από τον ήλιο ή και την βροχή
  2. ύφασμα ή πλαστικό που περιβάλλει και προστατεύει την καρότσα σε φορτηγά αυτοκίνητα

Συγγενικά

Σύνθετα

Επίρρημα

τέντα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.