τέντα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τέντα | οι | τέντες |
| γενική | της | τέντας | των | τεντών |
| αιτιατική | την | τέντα | τις | τέντες |
| κλητική | τέντα | τέντες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

1. άσπρη τέντα
Ουσιαστικό
τέντα θηλυκό
- κομμάτι, συνήθως από ειδικό ύφασμα ή πλαστικό, μαζί με έναν ειδικό μηχανισμό, για να ανοίγει και να κλείνει, που τοποθετείται μπροστά από ανοίγματα ή πάνω από χώρους ξεκούρασης και χρησιμοποιείται για προστασία από τον ήλιο ή και την βροχή
- ύφασμα ή πλαστικό που περιβάλλει και προστατεύει την καρότσα σε φορτηγά αυτοκίνητα
Συγγενικά
Σύνθετα
- τεντόπανο
- τεντοποιία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.