παράνομα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παράνομα τα παρανόματα
      γενική του παρανόματος των παρανομάτων
    αιτιατική το παράνομα τα παρανόματα
     κλητική παράνομα παρανόματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παράνομα < παρα- + όνομα

Ουσιαστικό

παράνομα ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) επώνυμο
  2. (σπάνιο) παρατσούκλι, παρανόμι

Μεταφράσεις

Ετυμολογία

παράνομα < παράνομος +

Επίρρημα

παράνομα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

παράνομα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.