παράνομα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παράνομα | τα | παρανόματα |
| γενική | του | παρανόματος | των | παρανομάτων |
| αιτιατική | το | παράνομα | τα | παρανόματα |
| κλητική | παράνομα | παρανόματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
παράνομα
|
→ δείτε τις λέξεις επώνυμο και παρατσούκλι |
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.