προστατευτισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προστατευτισμός οι προστατευτισμοί
      γενική του προστατευτισμού των προστατευτισμών
    αιτιατική τον προστατευτισμό τους προστατευτισμούς
     κλητική προστατευτισμέ προστατευτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προστατευτισμός < προστατευτικός + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική protectionnisme[1] [2])

Ουσιαστικό

προστατευτισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. προστατευτισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. προστατευτισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.