προσταγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσταγή οι προσταγές
      γενική της προσταγής των προσταγών
    αιτιατική την προσταγή τις προσταγές
     κλητική προσταγή προσταγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσταγή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προσταγή < αρχαία ελληνική προστάσσω / προστάττω < προσ- + τάσσω / τάττω

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.staˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσταγή
παλιότερος συλλαβισμός: προσταγή

Ουσιαστικό

προσταγή θηλυκό

  1. η διαδικασία του προστάζω
     συνώνυμα: διαταγή, επιταγή
  2. το αποτέλεσμα του προστάζω
     συνώνυμα: επιταγή, κέλευσμα, πρόσταγμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
προστᾰγα-
ονομαστική προσταγή αἱ προσταγαί
      γενική τῆς προσταγῆς τῶν προσταγῶν
      δοτική τῇ προσταγ ταῖς προσταγαῖς
    αιτιατική τὴν προσταγήν τὰς προσταγᾱ́ς
     κλητική ! προσταγή προσταγαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσταγᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  προσταγαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσταγή < αρχαία ελληνική προστάσσω / προστάττω < προσ- + τάσσω / τάττω, θέμα ταγ- + όπως και στο σχήμα συντάσσω - συνταγή

Ουσιαστικό

προσταγή θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.