προσταγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσταγή | οι | προσταγές |
| γενική | της | προσταγής | των | προσταγών |
| αιτιατική | την | προσταγή | τις | προσταγές |
| κλητική | προσταγή | προσταγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσταγή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προσταγή < αρχαία ελληνική προστάσσω / προστάττω < προσ- + τάσσω / τάττω
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.staˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐στα‐γή
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐τα‐γή
Ουσιαστικό
προσταγή θηλυκό
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| προστᾰγα- | |||||
| ονομαστική | ἡ | προσταγή | αἱ | προσταγαί | |
| γενική | τῆς | προσταγῆς | τῶν | προσταγῶν | |
| δοτική | τῇ | προσταγῇ | ταῖς | προσταγαῖς | |
| αιτιατική | τὴν | προσταγήν | τὰς | προσταγᾱ́ς | |
| κλητική ὦ! | προσταγή | προσταγαί | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσταγᾱ́ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | προσταγαῖν | |||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- προσταγή < αρχαία ελληνική προστάσσω / προστάττω < προσ- + τάσσω / τάττω, θέμα ταγ- + -ή όπως και στο σχήμα συντάσσω - συνταγή
Πηγές
- προσταγή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.