κέλευσμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κέλευσμα | τα | κελεύσματα |
| γενική | του | κελεύσματος | των | κελευσμάτων |
| αιτιατική | το | κέλευσμα | τα | κελεύσματα |
| κλητική | κέλευσμα | κελεύσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κέλευσμα < αρχαία ελληνική κέλευσμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.