command

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /kəˈmænd/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
command commands

command (en)

  1. η εντολή, η προσταγή, η διαταγή
  2. (πληροφορική) εντολή που δίδεται σε λειτουργικό σύστημα (shell command) ή σε ένα πρόγραμμα ή γενικότερα σε ηλεκτρονικό υπολογιστή για να εκτελέσει κάποια λειτουργία
    συντομογραφία: cmd
     συνώνυμα: shell command
     δείτε και τις λέξεις instruction και statement
    δείτε επίσης: Command (computing) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Ρήμα

ενεστώτας command
γ΄ ενικό ενεστώτα commands
αόριστος commanded
παθητική μετοχή commanded
ενεργητική μετοχή commanding

command (en)

Πολυλεκτικοί όροι

  • command στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.