προστάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προστάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προστάσσω / προστάττω < προσ- + τάσσω / τάττω κατά στο σχήμα τάσσω < τάζω [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾoˈsta.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προστάζω
παλιότερος συλλαβισμός: προστάζω

Ρήμα

προστάζω, αόρ.: πρόσταξα, παθ.φωνή: προστάζομαι, π.αόρ.: προστάχτηκα, μτχ.π.π.: προσταγμένος [2]

  1. διατάζω
  2. επιτάσσω

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις προς, τάζω και τάσσω

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. προστάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Οι παθητικοί τύποι, μόνο σε ορισμένα λεξικά.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.