πρόσταγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρόσταγμα τα προστάγματα
      γενική του προστάγματος των προσταγμάτων
    αιτιατική το πρόσταγμα τα προστάγματα
     κλητική πρόσταγμα προστάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόσταγμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πρόσταγμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.