προπετής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προπετής η προπετής το προπετές
      γενική του προπετούς* της προπετούς του προπετούς
    αιτιατική τον προπετή την προπετή το προπετές
     κλητική προπετή(ς) προπετής προπετές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προπετείς οι προπετείς τα προπετή
      γενική των προπετών των προπετών των προπετών
    αιτιατική τους προπετείς τις προπετείς τα προπετή
     κλητική προπετείς προπετείς προπετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προπετής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προπετής

Επίθετο

προπετής, -ής, -ές

  1. φλύαρος και βιαστικός
  2. αναιδής, θρασύς, ιταμός
      [] δεν κατάφερε, μ’ όλην την δεξιότητά της,
    την Βασιλείαν ν’ αποκτήσει· μα την πήρε
    σχεδόν μέσ’ απ’ τα χέρια της ο προπετής Ιωάννης.
    Κωνσταντίνος Καβάφης, Άννα Κομνηνή, στίχοι 12-14
  3. βιαστικός, απερίσκεπτος

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ προπετής τὸ προπετές οἱ, αἱ προπετεῖς τὰ προπετ
Γενική τοῦ, τῆς προπετοῦς τοῦ προπετοῦς τῶν προπετῶν τῶν προπετῶν
Δοτική τῷ, τῇ προπετεῖ τῷ προπετεῖ τοῖς, ταῖς προπετέσι(ν) τοῖς προπετέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν προπετ τὸ προπετές τοὺς, τὰς προπετεῖς τὰ προπετ
Κλητική προπετές προπετές προπετεῖς προπετ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική προπετεῖ
Γενική-Δοτική προπετοῖν

Ετυμολογία

προπετής < προ- + πετ- (μεταπτωτική βαθμίδα που υπάρχει και στο πίπτω, στο πέτομαι) + -ής[1]

Επίθετο

προπετής, -ής, -ές, συγκριτικός: προπετέστερος, υπερθετικός:  προπετέστατος

  1. που κλίνει (δηλαδή που γέρνει, που πέφτει) προς τα εμπρός
  2. (μεταφορικά) αυτός που αγγίζει κάτι «πέφτοντας»
  3. (μεταφορικά) επιρρεπής σε κάτι
  4. (μεταφορικά) που ενεργεί απερίσκεπτα
  5. (μεταφορικά) αυθάδης
  6. (μεταφορικά, για κλήρο) που εμφανίστηκε απροσδόκητα

Παράγωγα

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.