φλύαρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φλύαρος | η | φλύαρη | το | φλύαρο |
| γενική | του | φλύαρου | της | φλύαρης | του | φλύαρου |
| αιτιατική | τον | φλύαρο | τη | φλύαρη | το | φλύαρο |
| κλητική | φλύαρε | φλύαρη | φλύαρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φλύαροι | οι | φλύαρες | τα | φλύαρα |
| γενική | των | φλύαρων | των | φλύαρων | των | φλύαρων |
| αιτιατική | τους | φλύαρους | τις | φλύαρες | τα | φλύαρα |
| κλητική | φλύαροι | φλύαρες | φλύαρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φλύαρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φλύαρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfli.a.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φλύ‐α‐ρος
Επίθετο
φλύαρος, -η, -ο
- αυτός που αρέσκεται να μιλά διαρκώς, λέγοντας πολλά και ανούσια λόγια, που χρησιμοποιεί περιττά λόγια, που δεν μπορεί ή δε θέλει (εκείνη τη στιγμή ή γενικά) να διατυπώσει μια συνθετική ιδέα της σκέψης του
- ↪ Αποφεύγω να ανοίγω συζητήσεις μαζί τους, διότι είναι πολύ φλύαροι. Μιλάνε ασταμάτητα και σε κρατάνε εκεί, μαζί τους, μια ώρα μέχρι να τελειώσουν!
- ↪ Ο υπουργός ήταν σκόπιμα φλύαρος στη χτεσινή συνέντευξή του στους ανταποκριτές των εφημερίδων. Αερολογούσε σκόπιμα, επειδή δεν ήθελε να μπει στην ουσία των ερωτήσεων που του υπέβαλλαν οι δημοσιογράφοι
Αντώνυμα
Συγγενικά
- φλυαρ - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
Πηγές
- φλύαρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- φλύαρος < → λείπει η ετυμολογία [1]
- Κατά μία εκδοχή φλύω και φλέω και φλύζω ..
- Και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό.
Επίθετο
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | φλύαρος | τὸ | φλύαρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | φλυάρου | τοῦ | φλυάρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | φλυάρῳ | τῷ | φλυάρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | φλύαρον | τὸ | φλύαρον | ||
| κλητική ὦ! | φλύαρε | φλύαρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | φλύαροι | τὰ | φλύαρᾰ | ||
| γενική | τῶν | φλυάρων | τῶν | φλυάρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | φλυάροις | τοῖς | φλυάροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | φλυάρους | τὰ | φλύαρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | φλύαροι | φλύαρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φλυάρω | τὼ | φλυάρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φλυάροιν | τοῖν | φλυάροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
φλύαρος, -ος, -ον, συγκριτικός : φλυαρότερος
Ουσιαστικό
φλύαρος αρσενικό
- η μωρολογία, η ανοησία
- ↪ αὗται γάρ τοι μόναι εἰσὶ θεαί, τἄλλα δὲ πάντ᾽ ἐστὶ φλύαρος : στην πραγματικότητα μόνον αυτές είναι θεές και όλα τα άλλα είναι φούμαρα (Αριστοφάνης, Νεφέλες, 365)
- ↪ πολλῶν φλυάρων : πολλών ανοησιών
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- φλυάρως : με ανόητο τρόπο (επίρρημα)
Πηγές
- φλύαρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φλύαρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.