πραξικόπημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πραξικόπημα | τα | πραξικοπήματα |
| γενική | του | πραξικοπήματος | των | πραξικοπημάτων |
| αιτιατική | το | πραξικόπημα | τα | πραξικοπήματα |
| κλητική | πραξικόπημα | πραξικοπήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πραξικόπημα < ελληνιστική κοινή πραξικοπέω / πραξικοπῶ, πραξικοπη- + -μα < αρχαία ελληνική πρᾶξις (< πράττω) + κόπτω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική coup d’État)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾa.ksiˈko.pi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρα‐ξι‐κο‐πη‐μα
Ουσιαστικό
πραξικόπημα ουδέτερο
- (πολιτική) οργανωμένη και χωρίς νομιμοποίηση απόπειρα κατάληψης της εξουσίας από πολιτικούς ή στρατιωτικούς
- (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε δόλια και βίαιη ενέργεια αιφνιδιάζει και αλλάζει μια κατάσταση.
Συγγενικά
- αντιπραξικόπημα
- αρχιπραξικοπηματίας
- πραξικοπηματίας
- πραξικοπηματικά
- πραξικοπηματικός
- πραξικοπηματικώς
- → δείτε τις λέξεις πράττω και κόβω
- Λέξεις με πραξικοπ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
πραξικόπημα
|
Πηγές
- πραξικόπημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πραξικόπημα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.