πραξικοπηματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πραξικοπηματικός | η | πραξικοπηματική | το | πραξικοπηματικό |
| γενική | του | πραξικοπηματικού | της | πραξικοπηματικής | του | πραξικοπηματικού |
| αιτιατική | τον | πραξικοπηματικό | την | πραξικοπηματική | το | πραξικοπηματικό |
| κλητική | πραξικοπηματικέ | πραξικοπηματική | πραξικοπηματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πραξικοπηματικοί | οι | πραξικοπηματικές | τα | πραξικοπηματικά |
| γενική | των | πραξικοπηματικών | των | πραξικοπηματικών | των | πραξικοπηματικών |
| αιτιατική | τους | πραξικοπηματικούς | τις | πραξικοπηματικές | τα | πραξικοπηματικά |
| κλητική | πραξικοπηματικοί | πραξικοπηματικές | πραξικοπηματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πραξικοπηματικός < πραξικόπημα + -ικός
Επίθετο
πραξικοπηματικός
- που έχει σχέση με πραξικόπημα ή αναφέρεται σ’ αυτό
- (μεταφορικά) αιφνίδιος, αυθαίρετος, δόλιος
Συγγενικά
- πραξικοπηματικά
- πραξικοπηματικώς
- → δείτε τις λέξεις πραξικόπημα, πράττω και κόβω
Μεταφράσεις
πραξικοπηματικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.