κόπτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κόπτω: η αρχαία ελληνική κόπτω. Για το θέμα κοπ- → δείτε τη λέξη κόπος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈko.pto/
Ρήμα
κόπτω
- (στα νέα ελληνικά) μόνο σε συγγενικά (κόπος) με θέμα κοπ- κοπτ- και #Παράγωγα του ρήματος
- (καθαρεύουσα) κόπτω: κόβω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κόπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | κόπτω | κόπτομαι |
| Παρατατικός | ἔκοπτον | ἐκοπτόμην |
| Μέλλοντας | κόψω | κόψομαι & κοπήσομαι β΄παθ. |
| Αόριστος | ἔκοψα | ἐκοψάμην, ἐκόπην παθ. β΄ |
| Παρακείμενος | κέκοφα, κέκοπα | κέκομμαι |
| Υπερσυντέλικος | ἐκεκόπειν | - |
| Συντελ.Μέλλ. | κεκόψομαι |
Ετυμολογία
Ρήμα
κόπτω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κόπος
Παράγωγα
- ἀνακόπτω
- ἀντανακόπτω
- ἀντεκκόπτω
- ἀντικόπτω
- ἀποκόπτω
- διακόπτω
- διανακόπτω
- διεγκόπτω
- ἐγκόπτω
- ἐκκόπτω
- ἐπικόπτω
- κατακόπτω
- μετακόπτω
- παρακόπτω
- παρεγκόπτω
- περικόπτω
- προανακόπτω
- προαποκόπτω
- προεκκόπτω
- προεπικόπτω
- προκατακόπτω
- προκόπτω
- προσανακόπτω
- προσαποκόπτω
- προσεκκόπτω
- προσκόπτω
- προσπερικόπτω
- συγκατακόπτω
- συγκόπτω
- συμπροκόπτω
- συνανακόπτω
- συναποκόπτω
- συνδιακόπτω
- συνεκκόπτω
- ὑπανακόπτω
- ὑποκόπτω
- ὑποσυγκόπτω
Αναφορές
- κόβω - Πρότυπο:Π:Μπαμπινώτης 2010
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- κόπτω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόπτω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.