αιφνιδιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αιφνιδιάζω < αιφνίδιος

Ρήμα

αιφνιδιάζω

  1. κάνω κάτι χωρίς να το περιμένει κανείς, ξαφνιάζω κάποιον
    η πρόταση νόμου από την αντιπολίτευση αιφνιδίασε την κυβέρνηση
  2. (ειδικότερα) επιτίθεμαι σε αντίπαλο την ώρα που εκείνος είναι ανέτοιμος να αμυνθεί
    η ομάδα καταδρομών με νυχτερινή έφοδο αιφνιδίασε τον εχθρό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.