απόπειρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απόπειρα | οι | απόπειρες |
| γενική | της | απόπειρας | των | αποπειρών |
| αιτιατική | την | απόπειρα | τις | απόπειρες |
| κλητική | απόπειρα | απόπειρες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόπειρα < αρχαία ελληνική ἀπόπειρα < ἀπό + πεῖρα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tentative)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpo.pi.ɾa/
Ουσιαστικό
απόπειρα θηλυκό
- προσπάθεια να κάνει κάποιος κάτι, η οποία όμως τελικά αποτυγχάνει, οπότε εκ των υστέρων χαρακτηρίζεται ως απόπειρα, η ατελέσφορη προσπάθεια
- απόπειρα αυτοκτονίας, ληστείας, φόνου ή ανθρωποκτονίας
- η αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας : πλεονασμός, αφού η απόπειρα ως λέξη εμπεριέχει την έννοια της αποτυχίας
- η απόπειρά τους να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση αποτέλεσε παταγώδη αποτυχία
- δοκιμή, προσπάθεια που γίνεται εν γνώσει της πιθανής αποτυχίας και γι' αυτό χαρακτηρίζεται εκ προοιμίου απόπειρα
- Θα κάνω μια απόπειρα να το φτιάξω, αλλά μάλλον θα χρειαστούμε υδραυλικό
Συγγενικά
- αποπειρατικός
- αποπειρώμαι
- → δείτε τις λέξεις από και πείρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.