ποώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποώδης η ποώδης το ποώδες
      γενική του ποώδους της ποώδους του ποώδους
    αιτιατική τον ποώδη την ποώδη το ποώδες
     κλητική ποώδη(ς) ποώδης ποώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποώδεις οι ποώδεις τα ποώδη
      γενική των ποωδών των ποωδών των ποωδών
    αιτιατική τους ποώδεις τις ποώδεις τα ποώδη
     κλητική ποώδεις ποώδεις ποώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ποώδης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ποώδης (που έχει το χρώμα του γρασιδιού)[1] < πόα + -ώδης

Προφορά

ΔΦΑ : /poˈo.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ποώδης

Επίθετο

ποώδης, -ης, -ες

  • που μοιάζει με πόα ή ανήκει σε αυτό το είδος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.