πρασόφυλλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρασόφυλλο | τα | πρασόφυλλα |
| γενική | του | πρασόφυλλου & πρασοφύλλου |
των | πρασόφυλλων & πρασοφύλλων |
| αιτιατική | το | πρασόφυλλο | τα | πρασόφυλλα |
| κλητική | πρασόφυλλο | πρασόφυλλα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πρασόφυλλο ουδέτερο
- το φύλλο ενός πράσου
- ※ Προκειμένου για την αγάπη η γυναίκα ξεγελιέται με ένα πρασόφυλλο καθώς λένε (Σωτήρης Δημητρίου, Τα οπωροφόρα της Αθήνας εκδ. Πατάκης, 2016 )
- ※ Έτσι θριαμβολογεί ο αγοραίος σφετεριστής: «Μ΄ ένα ματσάκι μάραθο και δυο πρασόφυλλα κέρδισα την εμπιστοσύνη της Βουλής»!! (Ρουσφέτια, δωροδοκίες, παρανομίες, ΤΑ ΝΕΑ, 13/10/2007, ανακτήθηκε στις 16/12/2023 )
Μεταφράσεις
πρασόφυλλο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.