διετής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διετής | η | διετής | το | διετές |
| γενική | του | διετούς* | της | διετούς | του | διετούς |
| αιτιατική | τον | διετή | τη | διετή | το | διετές |
| κλητική | διετή(ς) | διετής | διετές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διετείς | οι | διετείς | τα | διετή |
| γενική | των | διετών | των | διετών | των | διετών |
| αιτιατική | τους | διετείς | τις | διετείς | τα | διετή |
| κλητική | διετείς | διετείς | διετή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διετής < αρχαία ελληνική διετής, μορφολογικά αναλύεται δι- + -ετής
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.