ιθαγενής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιθαγενής | η | ιθαγενής | το | ιθαγενές |
| γενική | του | ιθαγενούς* | της | ιθαγενούς | του | ιθαγενούς |
| αιτιατική | τον | ιθαγενή | την | ιθαγενή | το | ιθαγενές |
| κλητική | ιθαγενή(ς) | ιθαγενής | ιθαγενές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιθαγενείς | οι | ιθαγενείς | τα | ιθαγενή |
| γενική | των | ιθαγενών | των | ιθαγενών | των | ιθαγενών |
| αιτιατική | τους | ιθαγενείς | τις | ιθαγενείς | τα | ιθαγενή |
| κλητική | ιθαγενείς | ιθαγενείς | ιθαγενή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού Δείτε και την κλίση του ουσιαστικού. | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιθαγενής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰθαγενής
- το ουσιαστικό < ουσιαστικοποιημένο επίθετο, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική indigène ή από τη αγγλική native
Επίθετο
ιθαγενής, -ής, -ές
- που ανήκει στον λαό που υπήρχε σε μια χώρα πριν την αποικιοκράτησή της
- (μεταφορικά) που κατάγεται από τη χώρα για την οποία μιλούμε, που δεν το έφεραν από αλλού
- η χαρουπιά είναι ιθαγενές είδος στην Ελλάδα
- ※ Πώς διακρίνεται κάτι εντόπιο και ιθαγενές από κάτι αλλότριο και οθνείο; (Κωνσταντίνος Χριστόπουλος, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, 2021 Ο εθνοκεντρικός λόγος στη νεοελληνική τέχνη: το έθνος ως εργαλείο ανάλυσης της τέχνης στη μεταπολεμική Ελλάδα
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ιθαγενής | οι | ιθαγενείς |
| γενική | του του/της |
ιθαγενή ιθαγενούς |
των | ιθαγενών |
| αιτιατική | τον/την | ιθαγενή | τους/τις | ιθαγενείς |
| κλητική | ιθαγενή | ιθαγενείς | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού, σε -ους, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «συγγενής». Δείτε και την κλίση του επιθέτου. | ||||
| Κατηγορία όπως «συγγενής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
ιθαγενής αρσενικό ή θηλυκό
- που γεννήθηκε σε μια χώρα, σε αντίθεση με τους αποίκους της
- μελέτησε τα ήθη και έθιμα των ιθαγενών
Συγγενικά
- αυτόχθονας και αυτόχθων
Μεταφράσεις
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.