πομπεῖον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πομπεῖον < πομπή

Ουσιαστικό

πομπεῖον ουδέτερο

  1. σκεύος ειδικό για πομπές
  2. οίκημα όπου φύλασσαν τα απαραίτητα για τις πομπές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.