εκπομπή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκπομπή οι εκπομπές
      γενική της εκπομπής των εκπομπών
    αιτιατική την εκπομπή τις εκπομπές
     κλητική εκπομπή εκπομπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκπομπή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκπομπή (αποστολή προς τα έξω) < ἐκπέμπω < πέμπω, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική émission [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ek.pomˈbi/
 

Ουσιαστικό

εκπομπή θηλυκό

  1. η παραγωγή, απελευθέρωση και διάχυση στον περιβάλλοντα χώρο σωματιδίων, ρύπων, ενέργειας, ακτινοβολίας κ.ά.
  2. η μετάδοση μέσω ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων ραδιοτηλεοπτικού σήματος και προγράμματος
  3. το πρόγραμμα που εκπέμπεται
    Είχα μια καθημερινή δίωρη εκπομπή αλλά λόγω κρίσης μου είπαν αν θέλω να συνεχίσω μόνο Κυριακές, πέντε ώρες με τα μισά λεφτά. Τι να έκανα;

Συγγενικά

Βίντεο

  • Emission spectrum of hydrogen

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.