διασυρμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διασυρμός | οι | διασυρμοί |
| γενική | του | διασυρμού | των | διασυρμών |
| αιτιατική | τον | διασυρμό | τους | διασυρμούς |
| κλητική | διασυρμέ | διασυρμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διασυρμός < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διασύρω
Μεταφράσεις
διασυρμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.