πομπαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πομπαῖος < πομπή
Επίθετο
πομπαῖος, α, ον αρσενικό
- ο απεσταλμένος (επίθετο του Ερμή)
- αυτός που πηγαίνει τις ψυχές στον Άδη (επίθετο του Ερμή)
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.