πομπαῖος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πομπαῖος < πομπή

Επίθετο

πομπαῖος, α, ον αρσενικό

  1. ο απεσταλμένος (επίθετο του Ερμή)
  2. αυτός που πηγαίνει τις ψυχές στον Άδη (επίθετο του Ερμή)

Συγγενικά

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.