πολύτομος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύτομος η πολύτομη το πολύτομο
      γενική του πολύτομου της πολύτομης του πολύτομου
    αιτιατική τον πολύτομο την πολύτομη το πολύτομο
     κλητική πολύτομε πολύτομη πολύτομο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύτομοι οι πολύτομες τα πολύτομα
      γενική των πολύτομων των πολύτομων των πολύτομων
    αιτιατική τους πολύτομους τις πολύτομες τα πολύτομα
     κλητική πολύτομοι πολύτομες πολύτομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολύτομος < πολύ- + τόμ(ος) + επίθημα επιθέτων -ος, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική vielbändig[1]
Μια πολύτομη εγκυκλοπαίδεια.

Προφορά

ΔΦΑ : /poˈli.to.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πολύτομος
παρώνυμο: πολύτιμος

Επίθετο

πολύτομος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.