πολυτιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολυτιμότητα | οι | πολυτιμότητες |
| γενική | της | πολυτιμότητας | των | πολυτιμοτήτων |
| αιτιατική | την | πολυτιμότητα | τις | πολυτιμότητες |
| κλητική | πολυτιμότητα | πολυτιμότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πολυτιμότητα θηλυκό
- η ιδιότητα ή η κατάσταση του πολύτιμου
- ※ H πολυτιμότητα των ασημάντων (εφημερίδα Καθημερινή, 07.07.2002)
Μεταφράσεις
Πηγές
- πολυτιμότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.