πολυτιμότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυτιμότητα οι πολυτιμότητες
      γενική της πολυτιμότητας των πολυτιμοτήτων
    αιτιατική την πολυτιμότητα τις πολυτιμότητες
     κλητική πολυτιμότητα πολυτιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολυτιμότητα < πολύτιμος + -ότητα

Ουσιαστικό

πολυτιμότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • πολυτιμότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.