πολλαπλασιαστέος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολλαπλασιαστέος | η | πολλαπλασιαστέα | το | πολλαπλασιαστέο |
| γενική | του | πολλαπλασιαστέου | της | πολλαπλασιαστέας | του | πολλαπλασιαστέου |
| αιτιατική | τον | πολλαπλασιαστέο | την | πολλαπλασιαστέα | το | πολλαπλασιαστέο |
| κλητική | πολλαπλασιαστέε | πολλαπλασιαστέα | πολλαπλασιαστέο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολλαπλασιαστέοι | οι | πολλαπλασιαστέες | τα | πολλαπλασιαστέα |
| γενική | των | πολλαπλασιαστέων | των | πολλαπλασιαστέων | των | πολλαπλασιαστέων |
| αιτιατική | τους | πολλαπλασιαστέους | τις | πολλαπλασιαστέες | τα | πολλαπλασιαστέα |
| κλητική | πολλαπλασιαστέοι | πολλαπλασιαστέες | πολλαπλασιαστέα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολλαπλασιαστέος < απόδοση του γαλλικού multiplicande < πολλαπλασιάζω
Ουσιαστικό
πολλαπλασιαστέος αρσενικό
- ο αριθμός που πολλαπλασιάζεται· σε έναν πολλαπλασιασμό, ο πρώτος αριθμός που ονομάζουμε
- στον πολλαπλασιασμό 2 x 5, το 2 είναι ο πολλαπλασιαστέος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πολλαπλασιαστέος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.