πολλαπλάσια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πολλαπλάσια < πολλαπλάσιος

Επίρρημα

πολλαπλάσια

  • πολλές φορές περισσότερο
    ωφελήθηκε πολλαπλάσια

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πολλαπλάσια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πολλαπλάσιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πολλαπλάσιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.