πολλαπλάσια
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πολλαπλάσια < πολλαπλάσιος
Επίρρημα
πολλαπλάσια
- πολλές φορές περισσότερο
- ωφελήθηκε πολλαπλάσια
Μεταφράσεις
πολλαπλάσια
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πολλαπλάσια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πολλαπλάσιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πολλαπλάσιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.