πολλαπλάσιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολλαπλάσιος η πολλαπλάσια το πολλαπλάσιο
      γενική του πολλαπλάσιου της πολλαπλάσιας του πολλαπλάσιου
    αιτιατική τον πολλαπλάσιο την πολλαπλάσια το πολλαπλάσιο
     κλητική πολλαπλάσιε πολλαπλάσια πολλαπλάσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολλαπλάσιοι οι πολλαπλάσιες τα πολλαπλάσια
      γενική των πολλαπλάσιων των πολλαπλάσιων των πολλαπλάσιων
    αιτιατική τους πολλαπλάσιους τις πολλαπλάσιες τα πολλαπλάσια
     κλητική πολλαπλάσιοι πολλαπλάσιες πολλαπλάσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολλαπλάσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολλαπλάσιος[1] < πολλα- + -πλάσιος [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /po.laˈpla.si.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πολλαπλάσιος

Επίθετο

πολλαπλάσιος, -α, -ο

  • (μαθηματικά) που είναι πολλές φορές μεγαλύτερος από άλλους

Εκφράσεις

  • στο πολλαπλάσιο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη πολύς

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. πολλαπλάσιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πολλαπλάσιος πολλαπλασί τὸ πολλαπλάσιον
      γενική τοῦ πολλαπλασίου τῆς πολλαπλασίᾱς τοῦ πολλαπλασίου
      δοτική τῷ πολλαπλασί τῇ πολλαπλασί τῷ πολλαπλασί
    αιτιατική τὸν πολλαπλάσιον τὴν πολλαπλασίᾱν τὸ πολλαπλάσιον
     κλητική ! πολλαπλάσιε πολλαπλασί πολλαπλάσιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πολλαπλάσιοι αἱ πολλαπλάσιαι τὰ πολλαπλάσι
      γενική τῶν πολλαπλασίων τῶν πολλαπλασίων τῶν πολλαπλασίων
      δοτική τοῖς πολλαπλασίοις ταῖς πολλαπλασίαις τοῖς πολλαπλασίοις
    αιτιατική τοὺς πολλαπλασίους τὰς πολλαπλασίᾱς τὰ πολλαπλάσι
     κλητική ! πολλαπλάσιοι πολλαπλάσιαι πολλαπλάσι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πολλαπλασίω τὼ πολλαπλασί τὼ πολλαπλασίω
      γεν-δοτ τοῖν πολλαπλασίοιν τοῖν πολλαπλασίαιν τοῖν πολλαπλασίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολλαπλάσιος < πολλα- + -πλάσιος

Επίθετο

πολλαπλάσιος, -α, -ον

  • ιωνικός τύπος: πολλαπλήσιος, -η, -ον

Παράγωγα

Συγγενικά

  • πολλαπλόος, πολλαπλοῦς
  • πολλοσταῖος

 και δείτε τη λέξη πολύς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.