πολίτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολίτικος | η | πολίτικη | το | πολίτικο |
| γενική | του | πολίτικου | της | πολίτικης | του | πολίτικου |
| αιτιατική | τον | πολίτικο | την | πολίτικη | το | πολίτικο |
| κλητική | πολίτικε | πολίτικη | πολίτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολίτικοι | οι | πολίτικες | τα | πολίτικα |
| γενική | των | πολίτικων | των | πολίτικων | των | πολίτικων |
| αιτιατική | τους | πολίτικους | τις | πολίτικες | τα | πολίτικα |
| κλητική | πολίτικοι | πολίτικες | πολίτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολίτικος < Πολίτης + -ικος < Πόλη < Κωνσταντινούπολη
Προφορά
- ΔΦΑ : /polˈi.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λί‐τι‐κος
- τονικό παρώνυμο: πολιτικός
Επίθετο
πολίτικος, -η, -ο
- που αναφέρεται ή ανήκει στην Κωνσταντινούπολη
- ※ Πιάτο της γιορτής από τα τέλη κιόλας του 19ου αιώνα, το πολίτικο, αλλά και το ελλαδίτικο ροσμπίφ φορά την κόκκινη σάλτσα της ντομάτας και παντρεύεται με χοντρό μακαρόνι, αγνοώντας τη μέτρια ψημένη με αρωματικά στον φούρνο εκδοχή του εγγλέζου προγόνου του. (εφ. Το Βήμα, 22.12.2011)
- πολίτικη προφορά (παχύ «λάμδα»)
- πολίτικος μεζές
- πολίτικα έθιμα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
πολίτικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.