πολιτικοϊδεολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολιτικοϊδεολογικός | η | πολιτικοϊδεολογική | το | πολιτικοϊδεολογικό |
| γενική | του | πολιτικοϊδεολογικού | της | πολιτικοϊδεολογικής | του | πολιτικοϊδεολογικού |
| αιτιατική | τον | πολιτικοϊδεολογικό | την | πολιτικοϊδεολογική | το | πολιτικοϊδεολογικό |
| κλητική | πολιτικοϊδεολογικέ | πολιτικοϊδεολογική | πολιτικοϊδεολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολιτικοϊδεολογικοί | οι | πολιτικοϊδεολογικές | τα | πολιτικοϊδεολογικά |
| γενική | των | πολιτικοϊδεολογικών | των | πολιτικοϊδεολογικών | των | πολιτικοϊδεολογικών |
| αιτιατική | τους | πολιτικοϊδεολογικούς | τις | πολιτικοϊδεολογικές | τα | πολιτικοϊδεολογικά |
| κλητική | πολιτικοϊδεολογικοί | πολιτικοϊδεολογικές | πολιτικοϊδεολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολιτικοϊδεολογικός < πολιτικ(ός) + -ο- + ιδεολογικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.li.ti.ko.i.ðe.o.lo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λι‐τι‐κο‐ϊ‐δε‐ο‐λο‐γι‐κός
Επίθετο
πολιτικοϊδεολογικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός, πολιτική) που αφορά πολιτική και ιδεολογία
- ※ Και ο Χίτλερ είχε πολιτικοϊδεολογικά κίνητρα όταν διέπραττε τη γενοκτονία, ή οι συνταγματάρχες όταν επέβαλλαν τη δικτατορία τους στην Ελλάδα. (Μιχάλης Σταθόπουλος, Γνώμη: Γιατί δεν είναι πολιτικό έγκλημα, Τα Νέα, 4 Μαρτίου 2003)
Μεταφράσεις
πολιτικοϊδεολογικός
|
|
Πηγές
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.