πολιτικοϊδεολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολιτικοϊδεολογικός η πολιτικοϊδεολογική το πολιτικοϊδεολογικό
      γενική του πολιτικοϊδεολογικού της πολιτικοϊδεολογικής του πολιτικοϊδεολογικού
    αιτιατική τον πολιτικοϊδεολογικό την πολιτικοϊδεολογική το πολιτικοϊδεολογικό
     κλητική πολιτικοϊδεολογικέ πολιτικοϊδεολογική πολιτικοϊδεολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολιτικοϊδεολογικοί οι πολιτικοϊδεολογικές τα πολιτικοϊδεολογικά
      γενική των πολιτικοϊδεολογικών των πολιτικοϊδεολογικών των πολιτικοϊδεολογικών
    αιτιατική τους πολιτικοϊδεολογικούς τις πολιτικοϊδεολογικές τα πολιτικοϊδεολογικά
     κλητική πολιτικοϊδεολογικοί πολιτικοϊδεολογικές πολιτικοϊδεολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολιτικοϊδεολογικός < πολιτικ(ός) + -ο- + ιδεολογικός

Προφορά

ΔΦΑ : /po.li.ti.ko.i.ðe.o.lo.ʝiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πολιτικοϊδεολογικός

Επίθετο

πολιτικοϊδεολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.