πνίγω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πνίγω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πνίγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pnew- (αναπνέω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpni.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πνί‐γω
Ρήμα
πνίγω, αόρ.: έπνιξα, παθ.φωνή: πνίγομαι, π.αόρ.: πνίγηκα/(πνίχτηκα), μτχ.π.π.: πνιγμένος
- προκαλώ το θάνατο κάποιου με ασφυξία είτε βυθίζοντας τον και κρατώντας μέσα σε νερό ή άλλο υγρό είτε χρησιμοποιώντας δηλητηριώδη αέρια ή άλλο μέσο
- ↪ τον έπνιξαν με μαξιλάρι
- προκαλώ ή παθαίνω δύσπνοια
- ↪ μας πνίγουν τα καυσαέρια
- στραγγαλίζω
- ↪ την έπνιξε με τα ίδια του τα χέρια
- προκαλώ από αμέλεια ή με σκοπιμότητα τον πνιγμό κάποιου στη θάλασσα
- ↪ το πλοίο βούλιαξε και όλο το πλήρωμα πνίγηκε
- (μεταφορικά)
- καταπιέζω
- ※ Τὸ χέρι ὁποὺ προσφέρετε // ὡς προστασίας σημεῖον //
εἰς ξένον ἔθνος, ἔπνιξε // καὶ πνίγει τοὺς λαούς σας, // πάλαι, καὶ ἀκόμα.- (Ανδρέας Κάλβος, ποίημα Αι Ευχαί, στ', συλλογή Λυρικά)
- ※ Τὸ χέρι ὁποὺ προσφέρετε // ὡς προστασίας σημεῖον //
- στενοχωρώ πολύ
- με πνίγει η αδικία
- καταπιέζω
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
πνιγ-
πνιγ-
|
θέμα πνιγ- |
θέμα πνικ- θέμα πνιξ- |
θέμα πνιχτ-
|
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πνίγω | έπνιγα | θα πνίγω | να πνίγω | πνίγοντας | |
| β' ενικ. | πνίγεις | έπνιγες | θα πνίγεις | να πνίγεις | πνίγε | |
| γ' ενικ. | πνίγει | έπνιγε | θα πνίγει | να πνίγει | ||
| α' πληθ. | πνίγουμε | πνίγαμε | θα πνίγουμε | να πνίγουμε | ||
| β' πληθ. | πνίγετε | πνίγατε | θα πνίγετε | να πνίγετε | πνίγετε | |
| γ' πληθ. | πνίγουν(ε) | έπνιγαν πνίγαν(ε) |
θα πνίγουν(ε) | να πνίγουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έπνιξα | θα πνίξω | να πνίξω | πνίξει | ||
| β' ενικ. | έπνιξες | θα πνίξεις | να πνίξεις | πνίξε | ||
| γ' ενικ. | έπνιξε | θα πνίξει | να πνίξει | |||
| α' πληθ. | πνίξαμε | θα πνίξουμε | να πνίξουμε | |||
| β' πληθ. | πνίξατε | θα πνίξετε | να πνίξετε | πνίξτε | ||
| γ' πληθ. | έπνιξαν πνίξαν(ε) |
θα πνίξουν(ε) | να πνίξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πνίξει | είχα πνίξει | θα έχω πνίξει | να έχω πνίξει | ||
| β' ενικ. | έχεις πνίξει | είχες πνίξει | θα έχεις πνίξει | να έχεις πνίξει | έχε πνιγμένο | |
| γ' ενικ. | έχει πνίξει | είχε πνίξει | θα έχει πνίξει | να έχει πνίξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πνίξει | είχαμε πνίξει | θα έχουμε πνίξει | να έχουμε πνίξει | ||
| β' πληθ. | έχετε πνίξει | είχατε πνίξει | θα έχετε πνίξει | να έχετε πνίξει | έχετε πνιγμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν πνίξει | είχαν πνίξει | θα έχουν πνίξει | να έχουν πνίξει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) πνιγμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) πνιγμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) πνιγμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) πνιγμένο | |||||
Παθητική φωνή: και προφορικοί τύποι: πνιχτώ, πνίχτηκα
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πνίγομαι | πνιγόμουν(α) | θα πνίγομαι | να πνίγομαι | ||
| β' ενικ. | πνίγεσαι | πνιγόσουν(α) | θα πνίγεσαι | να πνίγεσαι | ||
| γ' ενικ. | πνίγεται | πνιγόταν(ε) | θα πνίγεται | να πνίγεται | ||
| α' πληθ. | πνιγόμαστε | πνιγόμαστε πνιγόμασταν |
θα πνιγόμαστε | να πνιγόμαστε | ||
| β' πληθ. | πνίγεστε | πνιγόσαστε πνιγόσασταν |
θα πνίγεστε | να πνίγεστε | πνίγεστε | |
| γ' πληθ. | πνίγονται | πνίγονταν πνιγόντουσαν |
θα πνίγονται | να πνίγονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πνίγηκα | θα πνιγώ | να πνιγώ | πνιγεί | ||
| β' ενικ. | πνίγηκες | θα πνιγείς | να πνιγείς | |||
| γ' ενικ. | πνίγηκε | θα πνιγεί | να πνιγεί | |||
| α' πληθ. | πνιγήκαμε | θα πνιγούμε | να πνιγούμε | |||
| β' πληθ. | πνιγήκατε | θα πνιγείτε | να πνιγείτε | πνιγείτε | ||
| γ' πληθ. | πνίγηκαν πνιγήκαν(ε) |
θα πνιγούν(ε) | να πνιγούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω πνιγεί | είχα πνιγεί | θα έχω πνιγεί | να έχω πνιγεί | πνιγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις πνιγεί | είχες πνιγεί | θα έχεις πνιγεί | να έχεις πνιγεί | ||
| γ' ενικ. | έχει πνιγεί | είχε πνιγεί | θα έχει πνιγεί | να έχει πνιγεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε πνιγεί | είχαμε πνιγεί | θα έχουμε πνιγεί | να έχουμε πνιγεί | ||
| β' πληθ. | έχετε πνιγεί | είχατε πνιγεί | θα έχετε πνιγεί | να έχετε πνιγεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν πνιγεί | είχαν πνιγεί | θα έχουν πνιγεί | να έχουν πνιγεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πνιγμένος - είμαστε, είστε, είναι πνιγμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πνιγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πνιγμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πνιγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πνιγμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πνιγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πνιγμένοι | |||||
Μεταφράσεις
Πηγές
- πνίγω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- πνίγω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πνίγω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.