αναπνέω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναπνέω < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ἀναπνέω[1] < ἀνά + πνέω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.naˈpne.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναπνέω

Ρήμα

αναπνέω

  1. προσλαμβάνω οξυγόνο από το περιβάλλον μου
    ο άνθρωπος αναπνέει με τα πνευμόνια του
  2. (μεταφορικά) ανακουφίζομαι αφού φεύγει ένα ψυχικό βάρος
    βρήκα δουλειά με καλύτερη πληρωμή και αναπνεύσαμε λιγάκι οικονομικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.