choke

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡ʃəʊk/

Ουσιαστικό

choke (en)

  1. το τσοκ του καρμπιρατέρ, ο "αέρας"
  2. το τσοκ, στένεμα στο τέλος της κάννης φορητών πυροβόλων όπλων
  3. (αθλητισμός) λαβή στην πάλη που μπορεί να στραγγαλίσει τον αντίπαλο
  4. εμπόδιο από λάσπη ή πέτρες σε πέρασμα μέσα σε μια σπηλιά

Ρήμα

ενεστώτας choke
γ΄ ενικό ενεστώτα chokes
αόριστος choked
παθητική μετοχή choked
ενεργητική μετοχή choking

choke (en)

  1. (αμετάβατο) πνίγομαι (πχ από τροφή που στραβοκατάπια)
  2. (μεταβατικό) πνίγω
  3. (αμετάβατο) έχω άσχημη απόδοση σε ένα διαγωνισμό από νευρικότητα, ιδίως όταν κερδίζω και την τελευταία στιγμή αποτυγχάνω
  4. (μεταβατικό) κλείνω ένα πέρασμα σε σπήλαιο με λάσπη, πέτρες κλπ

Συγγενικά

  • choker
  • choke collar
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.