choke
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡ʃəʊk/
Ουσιαστικό
choke (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | choke |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | chokes |
| αόριστος | choked |
| παθητική μετοχή | choked |
| ενεργητική μετοχή | choking |
choke (en)
- (αμετάβατο) πνίγομαι (πχ από τροφή που στραβοκατάπια)
- (μεταβατικό) πνίγω
- (αμετάβατο) έχω άσχημη απόδοση σε ένα διαγωνισμό από νευρικότητα, ιδίως όταν κερδίζω και την τελευταία στιγμή αποτυγχάνω
- (μεταβατικό) κλείνω ένα πέρασμα σε σπήλαιο με λάσπη, πέτρες κλπ
Συγγενικά
- choker
- choke collar
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.