ασφυξία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασφυξία οι ασφυξίες
      γενική της ασφυξίας των ασφυξιών
    αιτιατική την ασφυξία τις ασφυξίες
     κλητική ασφυξία ασφυξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασφυξία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ασφυξία θηλυκό

  1. δυσφορία από παρατεταμένο σταμάτημα τής αναπνοής
  2. διακοπή τής αναπνευστικής λειτουργίας
    πέθανε από ασφυξία στη θάλασσα, γιατί δεν ήξερε να κολυμπάει

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.