πνιγμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πνιγμός | οι | πνιγμοί |
| γενική | του | πνιγμού | των | πνιγμών |
| αιτιατική | τον | πνιγμό | τους | πνιγμούς |
| κλητική | πνιγμέ | πνιγμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πνιγμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πνιγμός αρσενικό
- ο θάνατος από ασφυξία, συνήθως μετά από γέμισμα των πνευμόνων με νερό, είτε με στραγγαλισμό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.