σκυλοπνίχτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σκυλοπνίχτης | οι | σκυλοπνίχτες |
| γενική | του | σκυλοπνίχτη | των | σκυλοπνιχτών |
| αιτιατική | τον | σκυλοπνίχτη | τους | σκυλοπνίχτες |
| κλητική | σκυλοπνίχτη | σκυλοπνίχτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκυλοπνίχτης < σκυλο- + πνίχτης
Ουσιαστικό
σκυλοπνίχτης αρσενικό
- (ναυτικός όρος) πλοίο που είναι επικίνδυνο να βυθιστεί είτε λόγω παλαιότητας είτε λόγω κακής κατασκευής
- ※ Και θα κάνεις τόσο μακρινό ταξίδι μ' αυτόν τον σκυλοπνίχτη; (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Παράγωγα
- Σκυλοπνίχτης (αμπελουργία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.