αποπνίγω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποπνίγω < αρχαία ελληνική ἀποπνίγω < ἀπό + πνίγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pnew- (αναπνέω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.poˈpni.ɣo/
Συγγενικά
|
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποπνίγω | απέπνιγα | θα αποπνίγω | να αποπνίγω | αποπνίγοντας | |
| β' ενικ. | αποπνίγεις | απέπνιγες | θα αποπνίγεις | να αποπνίγεις | απόπνιγε | |
| γ' ενικ. | αποπνίγει | απέπνιγε | θα αποπνίγει | να αποπνίγει | ||
| α' πληθ. | αποπνίγουμε | αποπνίγαμε | θα αποπνίγουμε | να αποπνίγουμε | ||
| β' πληθ. | αποπνίγετε | αποπνίγατε | θα αποπνίγετε | να αποπνίγετε | αποπνίγετε | |
| γ' πληθ. | αποπνίγουν(ε) | απέπνιγαν αποπνίγαν(ε) |
θα αποπνίγουν(ε) | να αποπνίγουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απέπνιξα | θα αποπνίξω | να αποπνίξω | αποπνίξει | ||
| β' ενικ. | απέπνιξες | θα αποπνίξεις | να αποπνίξεις | απόπνιξε | ||
| γ' ενικ. | απέπνιξε | θα αποπνίξει | να αποπνίξει | |||
| α' πληθ. | αποπνίξαμε | θα αποπνίξουμε | να αποπνίξουμε | |||
| β' πληθ. | αποπνίξατε | θα αποπνίξετε | να αποπνίξετε | αποπνίξτε | ||
| γ' πληθ. | απέπνιξαν αποπνίξαν(ε) |
θα αποπνίξουν(ε) | να αποπνίξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποπνίξει | είχα αποπνίξει | θα έχω αποπνίξει | να έχω αποπνίξει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποπνίξει | είχες αποπνίξει | θα έχεις αποπνίξει | να έχεις αποπνίξει | έχε αποπνιγμένο | |
| γ' ενικ. | έχει αποπνίξει | είχε αποπνίξει | θα έχει αποπνίξει | να έχει αποπνίξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποπνίξει | είχαμε αποπνίξει | θα έχουμε αποπνίξει | να έχουμε αποπνίξει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποπνίξει | είχατε αποπνίξει | θα έχετε αποπνίξει | να έχετε αποπνίξει | έχετε αποπνιγμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν αποπνίξει | είχαν αποπνίξει | θα έχουν αποπνίξει | να έχουν αποπνίξει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αποπνιγμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αποπνιγμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αποπνιγμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αποπνιγμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.