πνιχτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πνιχτός | η | πνιχτή | το | πνιχτό |
| γενική | του | πνιχτού | της | πνιχτής | του | πνιχτού |
| αιτιατική | τον | πνιχτό | την | πνιχτή | το | πνιχτό |
| κλητική | πνιχτέ | πνιχτή | πνιχτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πνιχτοί | οι | πνιχτές | τα | πνιχτά |
| γενική | των | πνιχτών | των | πνιχτών | των | πνιχτών |
| αιτιατική | τους | πνιχτούς | τις | πνιχτές | τα | πνιχτά |
| κλητική | πνιχτοί | πνιχτές | πνιχτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πνιχτός < ελληνιστική κοινή πνικτός < αρχαία ελληνική πνίγω
Μεταφράσεις
πνιχτός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.