βυθίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βυθίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βυθίζω [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /viˈθi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βυ‐θί‐ζω
Ρήμα
βυθίζω, αόρ.: βύθισα, παθ.φωνή: βυθίζομαι, π.αόρ.: βυθίστηκα, μτχ.π.π.: βυθισμένος
- κάνω κάτι να κατέβει μέχρι το βυθό -κυρίως της θάλασσας
- πιέζω κάτι για να κατέβει λίγο ή ολοκληρωτικά μέσα στο νερό ή άλλο υγρό
- (μεταφορικά) πιέζω κάτι ώστε να εισχωρήσει βαθιά στη μάζα κάποιου άλλου σώματος
- (μεταφορικά) κάνω κάτι που επιφέρει αρνητικό αποτέλεσμα ή φέρνω σε απελπισία
- ↪ Η έλλειψη πολλών ειδών πρώτης ανάγκης βύθισε τη χώρα στην απόγνωση.
- (επιπλέον, στην παθητική φωνή) → δείτε στο ρήμα βυθίζομαι
Συγγενικά
- αβύθιστος
- ακαταβύθιστος
- αυτοβυθίζομαι
- βυθίζομαι
- βύθιση
- βύθισμα
- βυθισμένος
- καταβυθίζω
- καταβύθιση
- μισοβυθίζομαι
- μισοβυθισμένος
→ και δείτε τις λέξεις βυθός και βάθο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βυθίζω | βύθιζα | θα βυθίζω | να βυθίζω | βυθίζοντας | |
| β' ενικ. | βυθίζεις | βύθιζες | θα βυθίζεις | να βυθίζεις | βύθιζε | |
| γ' ενικ. | βυθίζει | βύθιζε | θα βυθίζει | να βυθίζει | ||
| α' πληθ. | βυθίζουμε | βυθίζαμε | θα βυθίζουμε | να βυθίζουμε | ||
| β' πληθ. | βυθίζετε | βυθίζατε | θα βυθίζετε | να βυθίζετε | βυθίζετε | |
| γ' πληθ. | βυθίζουν(ε) | βύθιζαν βυθίζαν(ε) |
θα βυθίζουν(ε) | να βυθίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βύθισα | θα βυθίσω | να βυθίσω | βυθίσει | ||
| β' ενικ. | βύθισες | θα βυθίσεις | να βυθίσεις | βύθισε | ||
| γ' ενικ. | βύθισε | θα βυθίσει | να βυθίσει | |||
| α' πληθ. | βυθίσαμε | θα βυθίσουμε | να βυθίσουμε | |||
| β' πληθ. | βυθίσατε | θα βυθίσετε | να βυθίσετε | βυθίστε | ||
| γ' πληθ. | βύθισαν βυθίσαν(ε) |
θα βυθίσουν(ε) | να βυθίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βυθίσει | είχα βυθίσει | θα έχω βυθίσει | να έχω βυθίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βυθίσει | είχες βυθίσει | θα έχεις βυθίσει | να έχεις βυθίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βυθίσει | είχε βυθίσει | θα έχει βυθίσει | να έχει βυθίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βυθίσει | είχαμε βυθίσει | θα έχουμε βυθίσει | να έχουμε βυθίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βυθίσει | είχατε βυθίσει | θα έχετε βυθίσει | να έχετε βυθίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βυθίσει | είχαν βυθίσει | θα έχουν βυθίσει | να έχουν βυθίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βυθίζομαι | βυθιζόμουν(α) | θα βυθίζομαι | να βυθίζομαι | ||
| β' ενικ. | βυθίζεσαι | βυθιζόσουν(α) | θα βυθίζεσαι | να βυθίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | βυθίζεται | βυθιζόταν(ε) | θα βυθίζεται | να βυθίζεται | ||
| α' πληθ. | βυθιζόμαστε | βυθιζόμαστε βυθιζόμασταν |
θα βυθιζόμαστε | να βυθιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | βυθίζεστε | βυθιζόσαστε βυθιζόσασταν |
θα βυθίζεστε | να βυθίζεστε | (βυθίζεστε) | |
| γ' πληθ. | βυθίζονται | βυθίζονταν βυθιζόντουσαν |
θα βυθίζονται | να βυθίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βυθίστηκα | θα βυθιστώ | να βυθιστώ | βυθιστεί | ||
| β' ενικ. | βυθίστηκες | θα βυθιστείς | να βυθιστείς | βυθίσου | ||
| γ' ενικ. | βυθίστηκε | θα βυθιστεί | να βυθιστεί | |||
| α' πληθ. | βυθιστήκαμε | θα βυθιστούμε | να βυθιστούμε | |||
| β' πληθ. | βυθιστήκατε | θα βυθιστείτε | να βυθιστείτε | βυθιστείτε | ||
| γ' πληθ. | βυθίστηκαν βυθιστήκαν(ε) |
θα βυθιστούν(ε) | να βυθιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω βυθιστεί | είχα βυθιστεί | θα έχω βυθιστεί | να έχω βυθιστεί | βυθισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις βυθιστεί | είχες βυθιστεί | θα έχεις βυθιστεί | να έχεις βυθιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει βυθιστεί | είχε βυθιστεί | θα έχει βυθιστεί | να έχει βυθιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε βυθιστεί | είχαμε βυθιστεί | θα έχουμε βυθιστεί | να έχουμε βυθιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε βυθιστεί | είχατε βυθιστεί | θα έχετε βυθιστεί | να έχετε βυθιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν βυθιστεί | είχαν βυθιστεί | θα έχουν βυθιστεί | να έχουν βυθιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι βυθισμένος - είμαστε, είστε, είναι βυθισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν βυθισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν βυθισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι βυθισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι βυθισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι βυθισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι βυθισμένοι | |||||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- βυθίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- βυθίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βυθίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.