πνιγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πνιγμένος | η | πνιγμένη | το | πνιγμένο |
| γενική | του | πνιγμένου | της | πνιγμένης | του | πνιγμένου |
| αιτιατική | τον | πνιγμένο | την | πνιγμένη | το | πνιγμένο |
| κλητική | πνιγμένε | πνιγμένη | πνιγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πνιγμένοι | οι | πνιγμένες | τα | πνιγμένα |
| γενική | των | πνιγμένων | των | πνιγμένων | των | πνιγμένων |
| αιτιατική | τους | πνιγμένους | τις | πνιγμένες | τα | πνιγμένα |
| κλητική | πνιγμένοι | πνιγμένες | πνιγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πνιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πνίγω, πνίγομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.