δηλητηριώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δηλητηριώδης | η | δηλητηριώδης | το | δηλητηριώδες |
| γενική | του | δηλητηριώδους | της | δηλητηριώδους | του | δηλητηριώδους |
| αιτιατική | τον | δηλητηριώδη | τη | δηλητηριώδη | το | δηλητηριώδες |
| κλητική | δηλητηριώδη(ς) | δηλητηριώδης | δηλητηριώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δηλητηριώδεις | οι | δηλητηριώδεις | τα | δηλητηριώδη |
| γενική | των | δηλητηριωδών | των | δηλητηριωδών | των | δηλητηριωδών |
| αιτιατική | τους | δηλητηριώδεις | τις | δηλητηριώδεις | τα | δηλητηριώδη |
| κλητική | δηλητηριώδεις | δηλητηριώδεις | δηλητηριώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δηλητηριώδης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δηλητηριώδης, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική vénéneux και délétère < αρχαία ελληνική δηλητήριος[1]
Επίθετο
δηλητηριώδης, -ης, -ες
- που περιέχει ή ρίχνει δηλητήριο
- δηλητηριώδη μανιτάρια, δηλητηριώδη φίδια
- (μεταφορικά) που είναι γεμάτος κακία, μίσος
- δηλητηριώδη σχόλια
Συγγενικά
- δηλητήριος (δείτε και το αγγλικό deleterious (en))
- δηλητήριο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- δηλητηριώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πηγές
- δηλητηριώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.