σκοπιμότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκοπιμότητα οι σκοπιμότητες
      γενική της σκοπιμότητας των σκοπιμοτήτων
    αιτιατική τη σκοπιμότητα τις σκοπιμότητες
     κλητική σκοπιμότητα σκοπιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκοπιμότητα < σκόπιμος + -ότητα

Προφορά

ΔΦΑ : /sko.piˈmo.ti.ta/

Ουσιαστικό

σκοπιμότητα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.