δύσπνοια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δύσπνοια | οι | δύσπνοιες |
| γενική | της | δύσπνοιας | των | δυσπνοιών |
| αιτιατική | τη | δύσπνοια | τις | δύσπνοιες |
| κλητική | δύσπνοια | δύσπνοιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δύσπνοια θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.