πνίξιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πνίξιμο τα πνιξίματα
      γενική του πνιξίματος των πνιξιμάτων
    αιτιατική το πνίξιμο τα πνιξίματα
     κλητική πνίξιμο πνιξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πνίξιμο < πνίγω + -ιμο[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpni.ksi.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πνίξιμο

Ουσιαστικό

πνίξιμο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.