κουπί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουπί τα κουπιά
      γενική του κουπιού των κουπιών
    αιτιατική το κουπί τα κουπιά
     κλητική κουπί κουπιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουπί < μεσαιωνική ελληνική κουπίν < αρχαία ελληνική κωπίον < κώπη

Προφορά

ΔΦΑ : /kuˈpi/
ένας άνδρας που κάνει κουπί

Ουσιαστικό

κουπί ουδέτερο

  • μακρύ ξύλο, με πλατιά άκρη· ο χειριστής (κωπηλάτης) βυθίζει στο νερό την πλατιά άκρη του και το σπρώχνει προς τα πίσω για να προωθήσει ένα μικρό πλεούμενο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.